οποθι

οποθι
    ὁπόθι
    ὁ-πόθῐ
    эп. ὁππόθι adv. relat. где бы ни, где только, где именно
    

ὁ. πιότατον πεδίον Hom. — где только почва была наиболее плодородна;

    οὔ τις δύναται εἰπέμεν, ὁ. ὄλωλεν Hom. — никто не может сказать, где именно погиб (Одиссей)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οποθι" в других словарях:

  • οπόθι — ὁπόθι και επικ. τ. ὁππόθι (Α) (ποιητ. τ.) επίρρ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) σε ποιο μέρος, πού («ὅπου, σάφα εἰπέμεν ὁππόθ ὤλωλεν», Ομ. Οδ.) 2. (αναφ.) εκεί που, όπου («ὁππόθι πιότατον πεδίον... ἔνθα... τέμενος ἑλέσθαι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το αναφορικό… …   Dictionary of Greek

  • ὁπόθι — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χὠπόθ' — ὁπόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπόθ' — ὁπόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁπότε , ὁπότε when indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁππόθι — ὁπόθι indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οππόθι — ὁππόθι (Α) (επικ. τ.) επίρρ. βλ. οπόθι …   Dictionary of Greek

  • ὁππόθ' — ὁππόθι , ὁπόθι indeclform (adverb) ὁππότε , ὁπότε when epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»